- έκσταση
- Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ. του φιλοσόφου και το παραλήρημα ενός μανιακού και η έξαρση, κατά τη μυστική φιλοσοφία, της ψυχής που έρχεται σε άμεση επικοινωνία με το υπερφυσικό.
Ως νοσηρή ψυχική κατάσταση, η έ. παρατηρείται κυρίως στα νευροπαθή άτομα και προκαλεί την απόλυτη αναστολή κάθε νοητικής δραστηριότητας και τη διακοπή κάθε σχέσης με το περιβάλλον. Μπορεί να διαπιστωθεί επίσης και σε άτομα προικισμένα με ισχυρή αναπαραστατική φαντασία, συνήθως νευρωτικά.
Ως μυστικοθρησκευτική εμπειρία, η έ. συναντάται σε όλα τα στάδια του πολιτισμού. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς αποτελεί συνήθως τμήμα των τελετών μύησης και προκαλείται κυρίως με φυσικά και μηχανικά μέσα. Η λυτρωτική και εξαγνιστική λειτουργία της έ. υποστηρίχθηκε για πρώτη φορά στη φιλοσοφία των ελληνιστικών χρόνων, όπου η έ. θεωρείται ως μία κατάσταση στην οποία το πνεύμα, συνεπαρμένο από τη θεώρηση του θείου αντικειμένου, φαίνεται να βρίσκεται έξω από τον κόσμο των αισθήσεων και κατά κύριο λόγο έξω από το ίδιο του το σώμα, που δεν αποτελεί πια εμπόδιο στην επικοινωνία της ψυχής με το υπερκόσμιο. Στον χριστιανισμό η έ. θεωρείται ως η υψηλότερη βαθμίδα της μυστικής εμπειρίας. Τα δεδομένα της εκστασιακής εμπειρίας είναι ουσιαστικά τρία: το αίσθημα του απόλυτου διαχωρισμού του φυσικού κόσμου από το πεδίο της συνείδησης· το αίσθημα του φωτισμού, χάρη στο οποίο ο εκστατικός βλέπει φωτεινά αντικείμενα και έχει, όταν συνέλθει από την έ., μία ευχάριστη ανάμνηση του οράματός του· το αίσθημα της αποκάλυψης ή μετάδοσης πνευματικών εμπειριών, οι οποίες αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της έ. και είναι το φυσικό αντιστάθμισμα του αισθήματος της εξαΰλωσης, που δοκίμασε το άτομο το οποίο είχε περιέλθει σε έ.
* * *η (AM ἔκστασις)η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξίσταμαι*νεοελλ.1. θαυμασμός, κατάπληξη2. η απόσπαση τού πνεύματος από την κανονική κατάστασή του και η πλήρης απορρόφησή του από μια ισχυρή εντύπωση, η εμβροντησία, το θάμβος3. απασχόληση με θεία και υπερφυσικά φαινόμενα3. παθολογική, ψυχική κατάσταση («έκσταση φρενών» — διατάραξη τών φρενών, φρενοβλάβεια, παραφροσύνη)5. (φιλοσ.) μυστικοπάθεια, μυστικισμός, μεταρσίωση, ανάταση τής ψυχής, κατά την οποία ο άνθρωπος αποσπάται τελείως από τα εγκόσμια αισθητά πράγματα και αφοσιώνεται νοερά και ψυχικά στο θείον6. (ποιητ.) έμπνευση7. (νομ.) η παραχώρηση τής περιουσίας τού οφειλέτη στους δανειστές τουμσν.ταραχή, ανησυχία, στενοχώριααρχ.1. εκτόπιση, μετάθεση2. αλλαγή, μεταβολή, διάκριση3. παρακμή, κατάπτωση4. ηθική μεταβολή προς το καλύτερο ή το χειρότερο5. κίνηση προς τα έξω6. παραμέρισμα7. φόρος για εκχώρηση8. η νεοπλατωνική έκσταση9. έξαψη, από μέθη ή φιληδονία.
Dictionary of Greek. 2013.